-
1 усиление
1. (мех., физ.) η ενίσχυση, η ισχυροποίηση, το στερέωματο δυνάμωμα2. (сигнала) η ενίσχυση (του σήματος)вторично-электронное - (элн.) δευτερεύων-ηλεκτρονική -газовое (элн.) - των αερίωνпредварительное - προκαταβολική -, προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиление
-
2 ток
ток 1-а α.1. (γραπ. λόγος) ροή• ρεύμα•реки ο ρους του ποταμού•
ток воздуха ρεύμα αέρα.
2. ρεύμα ηλεκτρικό•ток высокого напряжения ρεύμα υψηλής τάσης•
ток высокой частоты ρεύμα υψηλής συχνότητας•
сила -а η ισχύς του ρεύματος.
|| μτφ. νευρίασμα.ток 2-а α.1. βλ. токование.2. εισροή, συνάθροιση πτηνών για βάτευμα.ток 3-а, προθτ. о токе, на току, πλθ. тока κ. токи, -ов α.αλώνι.ток 4-а α.παλ. ψηλό γυναικείο καπέλο χωρίς γύρο.